ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΟΣΤΩΝ / ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗ

Οστεοπόρωση

Η οστεοπόρωση είναι μια ασθένεια που χαρακτηρίζεται από χαμηλή οστική πυκνότητα και μέτρια ποιότητα οστού. Εξελίσσεται χωρίς συμπτώματα ή πόνους έως ότου προκύψει κάποιο κάταγμα, συνήθως στο ισχίο, στην σπονδυλική στήλη, ή στον καρπό.

 

Σε όλους μας παρατηρείται κάποια οστική απώλεια με το πέρασμα των χρόνων, αλλά δεν θα εμφανίσουμε όλοι οστεοπόρωση. Φυσιολογικά η οστική μάζα που παράγουμε αυξάνεται κατά την παιδική και εφηβική ηλικία, φτάνοντας το μέγιστο γύρω στα 25 χρόνια. Μετά τα 30 έτη, αρχίζει η προοδευτική απώλεια. Τα κόκκαλα μας γνωρίζουν μια φυσική φθορά από την συνεχή χρήση και καθημερινά ποσότητα οστού καταστρέφεται και νέα δημιουργείται. Όταν η ποσότητα του οστού που σχηματίζεται είναι λιγότερη από αυτή που χάνεται καθημερινά η οστική μάζα,στο σύνολο της, αρχίζει να μειώνεται. Αρχικά αυτό το αρνητικό ισοζύγιο οδηγεί στην οστεοπενία και ίσως στην οστεοπόρωση. Στις γυναίκες η διαδικασία αυτή επιταχύνεται τα δέκα πρώτα χρόνια μετά την εμμηνόπαυση λόγω της απώλειας της προστατευικής δράσης των οιστρογόνων. Τα οιστρογόνα βοηθούν τα κόκαλα να είναι ισχυρά.

 

Είναι απαραίτητο να “χτίσουμε” γερά οστά κατά τη διάρκεια της ζωής μας και να προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε αυτή την οστική μάζα σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Παράγοντες αυξημένου κινδύνου εμφάνισης οστεοπόρωσης είναι η μεγάλη ηλικία , το οικογενειακό ιστορικό οστεοπόρωσης ή κατάγματος, η πρόωρη εμμηνόπαυση, η έλλειψη άσκησης, η κακή διατροφή (χαμηλή σε ασβέστιο και βιταμίνη D), το κάπνισμα, το αλκοόλ, η λήψη κορτικοστεροειδών.

Bιταμίνη D

Ως έλλειψη βιταμίνης D έχουν οριστεί τα επίπεδα βιταμίνης 25(OH)VitD < 20ng/ml και ως ανεπάρκεια τα επίπεδα βιταμίνης 25(OH)VitD μεταξύ 21 και 29 ng/ml . Περίπου το 20-100% των ηλικιωμένων στις USA, στον Καναδά και στην Ευρώπη  έχουν έλλειψη βιταμίνης D. Τα παιδιά και οι ενήλικες αποτελούν εξίσου ομάδες υψηλού κινδύνου για έλλειψη ή ανεπάρκεια βιταμίνης D.

 

Η κυριότερη πηγή βιταμίνης D για τα παιδιά και τους ενήλικες είναι η έκθεση στο ηλιακό φως. Πολύ λίγες τροφές περιέχουν ή είναι εμπλουτισμένες σε βιταμίνη D. Γι αυτό και το κύριο αίτιο της ανεπάρκειας της βιταμίνης D είναι η περιορισμένη έκθεση στο ηλιακό φως.

Η έλλειψη βιταμίνης D έχει ως συνέπεια διαταραχές στα επίπεδα του ασβεστίου και του φωσφόρου(μειωμένη απορρόφησή τους από τις τροφές μέσω του εντέρου),  στον μεταβολισμό των οστών και την εμφάνιση μυϊκής αδυναμίας.

 

Οι δράσεις της βιταμίνης D εκτός από τα οστά φαίνεται ότι σε πολλές λειτουργίες του ανθρωπίνου σώματος αφού υποδοχείς βιταμίνης D υπάρχουν στο λιπώδη ιστό, στους μυς, στον εγκέφαλο, στο ήπαρ, σε καρκινικά κύτταρα, στην καρδιά, στα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, στο δέρμα, στα παγρεατικά β-κύτταρα (παράγουν την ινσουλίνη).